- αγχίλωψ
- ἀγχίλωψ, (-ωπος), ο (Α)αυτός που έχει απόστημα κοντά στην κόχη τού ματιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὤψ, σύμφωνα με τον Γαληνότο «λ» θεωρείται ότι προήλθε από επίδραση τού συνώνυμου αἰγίλωψ πάντως το α΄ συνθ. τής λ. είναι μάλλον το ἄγχω].
Dictionary of Greek. 2013.